φλακουρτιίδες

φλακουρτιίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης βιολώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. flacourtiaceae. Βλ. και λ. φλακουρτία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκολοπία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη, με 30 περίπου είδη αγκαθωτών δένδρων τών τροπικών περιοχών τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Αυστραλίας …   Dictionary of Greek

  • υδνόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< …   Dictionary of Greek

  • φλακουρτία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας φλακουρτιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flacourtia, από το όν. τού Γάλλου ιδρυτή αποικιών Etienne de Flacourt] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”